Ο πρώτος που αντιλήφθηκε πως δημιουργείται το ουράνιο τόξο ήταν ο Ισαάκ Νεύτων, ο οποίος ανακάλυψε ότι όταν το ηλιακό φως περνούσε μέσα από γυάλινο πρίσμα, το χρώμα διαλυόταν στα μέρη από τα οποία ήταν συντεθειμένο.
Χώρισε το φάσμα αυτό σε επτά χρώματα κόκκινο – πορτοκαλί – κίτρινο – πράσινο – μπλε – βαθύ μπλε και ιώδες (μωβ) και ονόμασε το ουράνιο τόξο ΄΄το φάσμα του χρώματος΄΄, στα αγγλικά ΄΄colour spectrum΄΄ από το λατινικό spectrum, spesere που σημαίνει ΄΄κοιτάζω, βλέπω΄΄. Επέλεξε επτά χρώματα λόγω της πεποίθησης των Αρχαίων Ελλήνων ότι υπάρχει σύνδεση ανάμεσα στα χρώματα, τις μουσικές νότες, το ηλιακό σύστημα και τις μέρες της εβδομάδας.
Το χρωματικό φάσμα κυμαίνεται από το σκούρο κόκκινο στα 700 νανόμετρα μέχρι το ιώδες στα 400 νανόμετρα (ένα νανόμετρο είναι το ένα δισεκατομμυριοστό ενός μέτρου). Και είναι το μοναδικό μέρος της ενέργειας του ήλιου που μπορούμε να δούμε. Άλλες μορφές ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας είναι τα ραδιοκύματα, οι ακτίνες γάμα, οι ακτίνες χ και τα μικροκύματα. Μόλις τον δέκατο ένατο αιώνα μετρήθηκαν τα κύματα και ανακαλύφθηκε το φως έξω από το ορατό πεδίο. Μετά το ερυθρό είναι το υπέρυθρο, το οποίο το βιώνουμε ως ζέστη, και μετά από το ιώδες είναι το υπεριώδες, το οποίο βλέπουν κάποια πουλιά, οι μέλισσες και άλλα έντομα.
Αυτό τα βοηθάει να βρίσκουν το νέκταρ στα λουλούδια.